- τυτώ
- Νυχτόβιο αρπακτικό πουλί (tyto alba) της οικογένειας των τυτονιδών, της τάξης των γλαυκόμορφων. Λέγεται και στριξ. Έχει συνολικό μήκος περίπου 35 εκατοστά, με άνοιγμα στις φτερούγες σχεδόν 1 μ. H τ. είναι αρκετά διαδεδομένη με μερικά υποείδη, σε όλες τις ηπείρους, αλλά δεν απαντάται ποτέ σε μεγάλα ύψη. Φωλιάζει στους κορμούς των δέντρων, στα κοιλώματα βράχων και τοίχων ή σε ερημωμένα κτίρια. Τα μάτια της περιβάλλονται από φτερά. Το κεφάλι έχει μπροστά μια μεγάλη λευκή κηλίδα σε σχήμα καρδιάς. Το ρωμαλέο ράμφος είναι γαμψό και η φωνή της είναι βραχνή και συριστική.
* * *-οῡς, ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) «γλαῡξ».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί ηχομιμητικά με επίθημα -ώ (πρβλ. λεχ-ώ) και εμφανίζει το ίδιο θέμα με τα: λατ. tutubāre «κλαίω» (για κουκουβάγια), λιθουαν. tūtuoti «σαλπίζω» και tututis «σφύριγμα» και επίσης όνομα πουλιού. Οι τ. που παραδίδει ο Ησύχιος: «τοῦτιςὁ κόσσυφος» και «ταύτασοςὄρνις ποιός» έχουν σχηματιστεί κατά τον ίδιο τρόπο].
Dictionary of Greek. 2013.